προσηναγκάσαμεν

προσηναγκάσαμεν
προσαναγκάζω
force
aor ind act 1st pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσαναγκάζω — Α 1. ασκώ επιπρόσθετη βία 2. (σχετικά με επίδεσμο) συμπιέζω πολύ σφιχτά 3. συμπιέζω όλα τα οστά μαζί 4. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («προσαναγκάζειν τὸν Σωκράτη ὁμολογεῑν», Πλάτ.) 5. αναγκάζω και κάποιον άλλον να κάνει κάτι («χρῆν δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”